ἀτραυμάτιστος

ἀτραυμάτιστος
ἀ-τραυμάτιστος, unverwundet; πόνος, nicht Folge einer Wunde

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀτραυμάτιστος — not caused by a wound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατραυμάτιστος — η, ο (AM ἀτραυμάτιστος, ον) μη τραυματισμένος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν προέρχεται από τραύμα …   Dictionary of Greek

  • ἀτραυματίστως — ἀτραυμάτιστος not caused by a wound adverbial ἀτραυμάτιστος not caused by a wound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτραυμάτιστον — ἀτραυμάτιστος not caused by a wound masc/fem acc sg ἀτραυμάτιστος not caused by a wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτραυματίστου — ἀτραυμάτιστος not caused by a wound masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτραυματίστῳ — ἀτραυμάτιστος not caused by a wound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • αδήλητος — ἀδήλητος, ον (Α) [δηλοῦμαι, έομαι] ατραυμάτιστος, άθικτος, σώος, αβλαβής …   Dictionary of Greek

  • αλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος 2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαβώνω] …   Dictionary of Greek

  • ατσαλάκωτος — η, ο 1. (για υφάσματα και ενδύματα) αυτός που δεν τσαλακώθηκε, ο αζάρωτος 2. (για πρόσωπα) α) εκείνος που φορά ατσαλάκωτα ρούχα β) ο ατραυμάτιστος, αυτός που έμεινε σώος ύστερα από δυστύχημα γ) όποιος δεν υπέστη ηθική μείωση και δεν ταπεινώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”